- νωγάλευμα
- νωγᾰλ-ευμα, ατος, τό, in pl.,A = νώγαλα, Arar.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωγάλευμα — νωγάλευμα, τὸ (Α) [νωγαλεύω] συν. στον πληθ. τὰ νωγαλεύματα τα νώγαλα* … Dictionary of Greek
νωγάλευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγαλευμάτων — νωγάλευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωγαλεύματα — νωγάλευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)